Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρασεσιωπημένος
παρασεσυρμένως
παρασεύομαι
παρα·σεσυρμένως,
adv.
d’une manière dérisoire,
Phil.
2, 599
.
Étym.
π. σύρω
.