παραστάδιον

παρασταδόν

παραστάζω
παρα·σταδόν [στᾰ] adv. en se tenant auprès, Il. 15, 22 ; Od. 10, 173, 547 ; Thgn. 473 ; Eschl. Ch. 983 ; ou παρασταδὸν ἐγγύς, Thcr. Idyl. 25, 103, m. sign.
Étym. π. ἵστημι, -δον.