παραστρατηγέω-ῶ

παραστρατοπεδεύω

παράστρεμμα
παρα·στρατοπεδεύω [ᾰτ] camper auprès de, dat. Pol. 1, 88, 4, etc. ||
Moy. m. sign. Chion. Epist. 3.