παραστύφω

παρασυγγραφέω-ῶ

παρασυγχέω
παρα·συγγραφέω-ῶ (f. -ήσω, pf. -συγγεγράφηκα) [ᾰφ] violer une convention écrite : τινα, Dém. 1291, 17 ; 1293, 7, envers qqn.
Étym. π. συγγράφω.