παραταιναρίζω

παρατάνυσμα

παρατανύω
παρατάνυσμα, ατος (τὸ) [τᾰ] tente, Aqu. et Symm. Ex. 27, 16 ; 36, 35 ; Num. 4, 26, 65.
Étym. παρατανύω.