παρατάσσω

παρατατικός

παρατατικῶς
παρατατικός, ή, όν [τᾰ] qui marque la durée d’une action : π. χρόνος, D. Thr. 638, 24 ; ou simpl. ὁ παρατατικός, Dysc. Synt. p. 10, etc. le temps imparfait, propr. le temps qui marque une durée de l’action.
Étym. παρατείνω.