παρατελευτάω-ῶ

παρατέλευτος

παρατελωνέομαι-οῦμαι
παρα·τέλευτος, ος, ον, c. παρατελευταῖος, Héph. 13, 7, etc. ; ἡ π. (s. e. συλλαϐή) Drac. 15, 24, pénultième.