παρατελωνέομαι-οῦμαι

παρατέμνω

παρατεταγμένως
παρατέμνω (f. -τεμῶ, ao. 2 παρέταμον)
1 fendre sur le côté ou tout du long, Ar. Lys. 117, 132 ; Posidon. (Ath. 152a) ||
2 couper plus qu’il ne faut, Th. H.P. 6, 3, 2.