παραθαλασσίδιος

παραθαλάσσιος

παραθάλπω
παραθαλάσσιος, att. παραθαλάττιος, α, ον [θᾰ] qui est sur le bord de la mer, maritime, Hdt. 7, 109, etc. ; ἡ παραθαλαττία (s.e. γῆ) Xén. Hell. 4, 8, 7, contrée maritime ; τὰ παρ. Hdt. 3, 135, etc. le littoral ||
E Fém. -ος, DC. 48, 49.
Étym. π. θάλασσα.