παραθεμιστεύω

παραθερίζω

παραθερμαίνω
*παρα·θερίζω (ao. sync. 3 pl. παρέθρισαν) moissonner à côté, A. Rh. 2, 601 ; cf. ἔθρισαν p. ἐθέρισαν, de θερίζω.