παρατρυγάω-ῶ

παρατρύπημα

παρατρυφάω-ῶ
παρατρύπημα, ατος (τὸ) [] ouverture ou trou de côté, Procl. Plat. 1 Alc. p. 197 Creuz.
Étym. π. τρυπάω.