παρδαλήφορος

παρδαλιαγχές

παρδαλιοκτόνος
παρδαλι·αγχές, έος-οῦς (τὸ) [δᾰ] φάρμακον, Arstt. H.A. 9, 6, 3, ou simpl. παρδαλιαγχές, propr. « qui suffoque les panthères, » nom de l’aconit, plante vénéneuse, Diosc. ||
E Ion. πορδαλιαγχές, Nic. Al. 38.
Étym. πάρδαλις, ἄγχω.