παρέκϐασις

παρεκϐατικός

παρεκϐατικῶς
παρεκϐατικός, ή, όν [ϐᾰ] qui s’écarte du sujet, A. Aphr. Febr. 18, 1 ; Naz. 2, 429 Migne.
Étym. παρεκϐαίνω.