παρεκπίπτω

παρεκπροφεύγω

παρεκπυρόομαι-οῦμαι
παρ·εκπροφεύγω (ao. 2 sbj. 3 sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν) fuir en passant à côté ou au delà de, acc. Il. 23, 314.