παρεκτρίϐω

παρεκτροπή

παρεκφαίνομαι
παρεκτροπή, ῆς ()
1 action de détourner, DC. Exc. 35, 98 ||
2 détour, chemin détourné, Clém. 876.
Étym. παρεκτρέπω.