παρένθυρσος

παρενιαυτοφόρος

παρεννέπω
παρ·ενιαυτο·φόρος, ος, ον, qui ne donne des fruits qu’une année sur deux, Th. C.P. 1, 20, 3.
Étym. π. ἐνιαυτός, φέρω.