παρεγκελεύομαι

παρεγκεφαλίς

παρεγκλίνω
παρ·εγκεφαλίς, ίδος () [ᾰῐδ] cervelet, partie du cerveau, Arstt. H.A. 1, 16, 3.
Étym. π. ἐγκέφαλος.