παρεγκλίνω

παρέγκλισις

παρεγκόπτω
παρέγκλισις, εως () [ῐσ] inclinaison de côté. Epic. (Stob. Ecl. 1, 346); Plut. M. 883a, etc.
Étym. παρεγκλίνω.