παρενθήκη

παρενθυμέομαι-οῦμαι

παρένθυρσος
παρ·ενθυμέομαι-οῦμαι (f. ήσομαι, ao. -ενεθυμήθην []) négliger, dédaigner, mépriser, M. Ant. 5, 5 ; Phil. 1, 78, etc.
Étym. π. ἐνθυμέομαι.