παριππεύω

πάριππος

παρίπταμαι
πάριππος, ος, ον :
1 qui accompagne à cheval, Pol. 11, 18, 5 ||
2 subst. ὁ π. cheval de renfort, Jul. Ep. 19, 388b, 31, 404c.
Étym. π. ἵππος.