παροχεύω

παροχέω-ῶ

παροχή
παρ·οχέω-ῶ, seul. moy. παρ·οχέομαι-οῦμαι, être assis sur un char à côté de qqn, Xén. Cyr. 8, 3, 14 ; Luc. D. mar. 15, 3, etc.