παροίνιος

πάροινος

παροινοχοέω-οῶ
πάροινος, ος, ον :
1 d’ivrogne, Ath. 629e ||
2 ivre, Pratin. 1, 10 ; Antiph. (Ath. 445c); Lys. 101, 20 ; Luc. Tim. 55 ; DL. 1, 92.
Étym. π. οἶνος.