Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρρησιαστικῶς
παρρησιωδῶς
Πάρρων
παρρησιωδῶς,
adv.
franchement,
au cp.
-ωδέστερον,
DS.
15, 6
.
Étym.
*παρρησιώδης,
de
παρρησία, -ωδης
.