παρθενεία

παρθένειος

παρθένευμα
παρθένειος, ος, ον, de jeune fille, Eschl. Ag. 229 ; τὰ παρθένεια, Ar. Av. 919, chant ou chœur de jeunes filles ; d’où virginal, Eur. Hipp. 1302 ||
E Dor. παρθενήϊος, Pd. N. 8, 3.
Étym. παρθένος.