παρθενίας

παρθενικός

παρθενικῶς
παρθενικός, ή, όν, de jeune fille, Plut. Lyc. c. Num. 3 ; ἡ παρθενική, Il. 18, 567 ; Od. 11, 39 ; Hés. O. 697 ; Alcm. 13 ; Eur. El. 174, jeune fille vierge.
Étym. παρθένος.