παρθενικῶς

παρθένιον

Παρθένιον
παρθένιον, ου (τὸ) matricaire ou pariétaire, plante aussi nommée ἑλξίνη, Hpc. 877f ; Th. H.P. 7, 7, 2 ; Nic. Th. 863, etc.
Étym. παρθένος.