Παρωκεανιτικός

παρωκεανῖτις

παρώμαλος
παρ·ωκεανῖτις, ίτιδος [ᾰνῑ] adj. f. situé près de l’Océan ; subst. ἡ π. Pol. 34, 5, 6 ; Str. 131, etc. contrée voisine de l’Océan.
Étym. π. Ὠκεανός.