Παρωρεῆται

παρώρεια

παρώρειος
παρώρεια, ας () région située le long d’une chaîne de montagnes, Pol. 2, 14, 6, etc. ; DS. 14, 80 ; au pl. Pol. 2, 34, 15.
Étym. π. ὄρος.