Bailly.app
Recherches récentes
παθοκρατορία
, ας (ἡ) [ᾰθᾰτ] c. παθοκράτεια, Jos. Macc. 13, p. 513.
τεφρώδης
, ης, ες, c. τεφροειδής, Plut. Them. 8 ; Babr. 85, 14. Étym. τέφρα, -ωδης.
Signets
Paramètres
À propos
παθοκρατέομαι-οῦμαι
παθοκρατορία
παθολογέω-ῶ
παθοκρατορία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰθᾰτ
]
c.
παθοκράτεια,
Jos.
Macc.
13, p. 513
.
Assigner des étiquettes