Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παθοκρατέομαι-οῦμαι
παθοκρατορία
παθολογέω-ῶ
παθοκρατορία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰθᾰτ
]
c.
παθοκράτεια,
Jos.
Macc.
13, p. 513
.