πατρία

πατριάρχης

πατριαρχία
πατρι·άρχης, ου () auteur ou chef d’une famille, patriarche, Spt. 1 Par. 27, 22 ; NT. Ap. 2, 29 ; 7, 8 ; Hebr. 7, 4 (πατριά 1, ἄρχω).