πατροκασιγνήτη

πατροκασίγνητος

Πατρόκλεια
πατρο·κασίγνητος, ου () [κᾰ] oncle paternel, Il. 21, 469 ; Od. 6, 330 ; 13, 342 ; Hés. Th. 501.
Étym. π. κασίγνητος.