πατροκτονέω-ῶ

πατροκτονία

πατροκτόνος
πατροκτονία, ας () meurtre d’un père, parricide, Hipparq. (Stob. Fl. 108, 81) ; Plut. Rom. 22, etc.
Étym. πατροκτόνος.