πατρολέτωρ

πατρομήτωρ

πατρονομέομαι-οῦμαι
πατρο·μήτωρ, ορος :
1 () grand-père maternel, Luc. Alex. 18 ||
2 () grand-mère, aïeule, Lyc. 502.
Étym. π. μήτηρ.