πατησμός

πατητός

Πατιζείθης
πατητός, ή, όν [] foulé, pressé, Spt. Esaï. 63, 2 ; π. φοῖνιξ, Gal. 6, 780 ; Geop. 20, 9, sorte de palmier (vb. de πατέω 2).