πείρασις

πειρασμός

Πείρασος
πειρασμός, οῦ ()
1 épreuve, essai, expérience, Spt. Sir. 6, 7 ; NT. 1 Petr. 4, 12 ||
2 tentation, Orig. 1, 456 Migne, etc.
Étym. πειράζω.