Πεισινόη

πεῖσις

Πεισιστρατίδαι
πεῖσις, εως ()
1 t. de méd. affection, Hpc. 408, 26 ||
2 t. de phil. affection de l’âme, passion, Phil. 1, 617 ; Sext. M. 7, 383, etc.
Étym. p. *πένθσις, de πάσχω, πείσομαι.