πειστικός
πειστικῶςπειστικός, ή, όν,
propre à persuader, persuasif, Plat.
Gorg. 445a, etc. ; Arstt. Rhet. 1, 2, 1 ;
ἡ πειστική (s.
e. τέχνη) Plat. Pol. 304d, ou τὸ πειστικόν,
Plat. Pol.
304c, l’art
de persuader ||
Cp. -ώτερος, Xén. Cyr. 1, 6, 10.
Étym.
πείθω.