Πειθαγόρας

πειθανάγκη

πειθάνωρ
πειθ·ανάγκη, ης () [ᾰν] persuasion contrainte, c. à d. imposée par l’évidence ou la force des choses, Pol. 22, 25, 7 ; Cic. Att. 9, 13 ; Syn. De regn. 15, 1097 b Migne.
Étym. πείθω, ἀνάγκη.