πελαγοδρομέω-ῶ

πελαγοδρόμος

πελαγολιμήν
πελαγο·δρόμος, ος, ον [] qui navigue (propr. qui court) en pleine mer, Orph. H. 73, 5.
Étym. πέλαγος, δραμεῖν.