πελειοθρέμμων

πελεκάν

πελεκᾶς
πελεκάν, ᾶνος () sorte de pélican, oiseau aquatique, Arstt. H.A. 8, 12, 13, etc. ; El. N.A. 3, 20.
Étym. πελεκάω, cf. πελεκᾶς.