πέλτης

πελτοφόρος

πελύκιον
πελτο·φόρος, ος, ον, qui porte un bouclier léger, Pol. 3, 43, 2 ; ὁ π. c. πελταστής, Xén. Cyr. 7, 1, 24, etc.
Étym. πέλτη, φέρω.