πεμπτάκις

πεμπτάμερος

πεμπτάφυλλος
πεμπτ·άμερος, ος, ον [] dor. c. πενθήμερος, Pd. O. 5, 13 vulg. ; conj. πεμπάμερος Schneidew.
Étym. πέμπτος, ἡμέρα.