πεντηκονθήμερος

πεντήκοντα

πεντηκοντάδραχμος
πεντήκοντα (οἱ, αἱ, τά) indécl. cinquante, Il. 2, 509, etc. ||
E Éol. πεντείκοντα, Corinn. fr. 13 Bgk.
Étym. πέντε, -κοντα.