πενταδακτυλιαῖος

πενταδάκτυλος

πενταδεκαέτης
πεντα·δάκτυλος, ος, ον [ᾰῠ] à cinq doigts, Arstt. H.A. 2, 1, 5, etc. ; τὸ π. Diosc. Noth. 4, 42 ; c. πεντάφυλλον 2.