πεντακοσίαρχος

πεντακόσιοι

πεντακοσιομέδιμνος
πεντακόσιοι, αι, α [] cinq cents, Od. 3, 7 ; Hdt. 1, 7 ; sg. πεντακοσία ἵππος, Lgs 3, 1, troupe de 500 cavaliers ; οἱ π. Plut. Cim. 17, le Conseil des Cinq Cents ||
E Ion. πεντηκόσιοι, Hdt. l. c.
Étym. πέντε, -κόσιος.