πενταμηνιαῖος

πεντάμηνος

πεντάμνοος-ους
πεντά·μηνος, ος, ον [] de cinq mois, Hpc. Epid. 3, 1079 ; Arstt. H.A. 7, 4, 19 ; Plut. M. 933e.
Étym. πέντε, μήν.