πεντάοζος

πενταπαλαιστιαῖος

πενταπάλαιστος
πεντα·παλαιστιαῖος, α, ον [ᾰπᾰ] forme réc. c. πεντεπάλαστος, Hld. chir. (Orib. p. 159 Mai).