πενταπλασιεπιτέταρτος

πενταπλασιεπίτριτος

πενταπλασιεφήμισυς
πενταπλασι·επί·τριτος, ος, ον, cinq fois aussi grand avec un tiers en plus, Nicom. Arithm. p. 122.
Étym. π. ἐπί, τρίτος.