πενταπλασιεφήμισυς

πενταπλάσιος

πενταπλασιότης
πενταπλάσιος, α, ον [ᾰσ] cinq fois aussi grand, quintuple, Arstt. Pol. 2, 6, 15 ||
E Ion. πενταπλήσιος, Hdt. 6, 13.
Étym. πέντε, -πλάσιος.