πενταπήχης

πεντάπηχυς

πενταπλασιάζομαι
πεντά·πηχυς, υς, υ, gén. εος [] de cinq coudées, Hdt. 9, 83 ; Th. H.P. 9, 4, 2, etc.
Étym. π. πῆχυς.